-
1 πηγής
πηγάζωspring: fut ind act 2nd sg (doric)πηγήrunning water: fem gen sg (attic epic ionic)πηγόςwell put together: fem gen sg (attic epic ionic)——————πήσσωAër.aor subj pass 2nd sgπηγάζωspring: fut ind act 2nd sg (doric)πηγήrunning water: fem dat pl (epic)πηγόςwell put together: fem dat pl (epic) -
2 Πηγής
-
3 Πηγῇς
-
4 πηγῆς
Βλ. λ. πηγής -
5 πηγῇς
Βλ. λ. πηγής -
6 πηγῆς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πηγῆς
-
7 περι-πηγής
περι-πηγής, ές, darum, daran geronnen, c. dat., Nic. Al. 107.
-
8 παλιμ-πηγής
παλιμ-πηγής, ές, = Folgdm (?), Hippocr.
-
9 καινο-πηγής
καινο-πηγής, ές, neu gefügt, gemacht, σάκος Aesch. Spt. 624.
-
10 εὐ-πηγής
-
11 ναυ-πηγής
-
12 νεο-πηγής
-
13 πηγή
-ῆς ἡ N 1 22-20-12-30-15=99 Gn 2,6; 7,11; 8,2; 14,7; 16,7spring, fountain Gn 2,6; id. (metaph. as origin of sth) Ps 35(36),10*JosB 19,29 καὶ ἕως πηγῆς and to the source ועד־עין for MT ועד־עיר and to the town; *Ez 25,9 ἐπάνω πηγῆς above the source-מעין על/ב for MT מעון בעל Baal-Meon (toponym); *Prv 4,21 αἱ πηγαί σου your fountains-עיניך עין (source) for MT עיניך עין (eye) your eyesCf. ALEXANDRE 1988 231(Gn 2,6); CAIRD 1976, 82; COOK 1994, 473; HARL 1986a, 65.100(Gn 2,6);SHIPP 1979, 449-453; →NIDNTT; TWNT -
14 πηκτός
πηκτός, 1) aus mehreren Stücken, Theilen zusammengesetzt, zusammengefügt, fest verbunden; ἄροτρον, Il. 10, 353. 13, 703 Od. 13, 32 Hes. O. 435, weil er aus drei verschiedenen Hölzern zusammengesetzt war; vgl. Voß Virg. Georg. I, 169 p. 97; ἕδος, ein aus mehreren Stücken zusammengesetzter Stuhl, H. h. Cer. 196; u. so bes. von Holzarbeiten, κλίμακες, Eur. Phoen. 498; πηκτὰ δωμάτων, Ar. Ach. 455, was der Schol. durch ϑύρας erklärt, wie τὰ πακτὰ τῶν δωμάτων Eur. bei Poll. 10, 27. – Ἡ πηκτή, ein aufgestelltes Netz od. ein Stellbauer zum Vogelfangen, Ar. Av. 528; VLL. – 2) fest geworden, derb, hart, im Ggstz zum Weichen und Flüssigen; γάλα, geronnene Milch, Eur. Cycl. 189; ἡ πηκτή, dor. πακτά, aus geronnener Milch gepreßter Käse, Theocr. 11, 20; ἅλς πηκτός, fest gewordenes Salz, Nic. Al. 518, VLL. – Auch durch Kälte erstarrt, gefroren. – 3) hineingesteckt, darin befestigt, ἐν χϑονὶ πηκτὸν ἔγχος, Soph. Ai. 907. – Hesych. erklärt auch π ηκτά, δάκρυα, παρὰ τὸ πεπηγέναι ὡς ἐκ πηγῆς ῥέοντα.
-
15 φραγμός
φραγμός, ὁ, das Einschließen, Einzäunen, Umhegen; εἰ τῆς ἀκουούσης ἔτ' ἦν πηγῆς δι' ὤτων φραγμός Soph. O. R. 1387; das Befestigen, Her. 7, 36. 142; auch Zaun, Bedeckung, befestigter Ort, φραγμοί Archi. 23 (IX, 343).
-
16 ψαύω
ψαύω, perf. pass. ἔψαυσμαι, aor. ἐψαύσϑην, berühren, antasten, befühlen; gew. c. gen.; Il. 23, 519. 806; h. Ven. 125; Her. 2, 47. 3, 30; Pind. N. 5, 42; Od. 6, 35; Aesch. χεροῖν καλιῤῥόου ἔψαυσα πηγῆς Pers. 198; εἰ τῆςδε χώρας μήποτε ψαύσει ποδί Ch. 180; Soph. Trach. 1002 O. R. 1405 u. öfter; Eur. Or. 369; μὴ ψαῦ' ὧν σε μὴ ψαύειν χρεών El. 223, u. öfter; selten in att. Prosa, wie Xen. Mem. 1, 4,12 Antipho 3 γ 5; ψαῠον κόρυϑες φάλοισιν Il. 13, 132. 11, 216 ist eigtl. die Helme stießen mit den Büschen an einander; Pind. P. 9, 124 vrbdt ὃς ἂν πρῶτος ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις, wer sie zuerst am Kleide berührte; vgl. Qu. Sm. 8, 349 ἄνω δ' ἔψαυε νέφεσσι τρυφάλεια; auch = feindlich angreifen, erreichen, treffen, so auch im med., Sp.; absolut, κἀμὲ φέρων ἐπ' ὠμοῖς ψαύει ματαίαις χερσίν, Soph. Trach. 562; O. C. 1541; übertr. von der Rede, κεῖνος ἐπέγνω μανίαις ψαύων τὸν ϑεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις, Ant. 951, wo der acc. ϑεόν von ἐπέγνω abzuhangen scheint, wenn man ihn nicht von ψαύω = λοιδορέω abhangen läßt; ib. 850 ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας ἐμοὶ μερίμνας ist μερίμνας entweder der gen. oder der accus., da ψαύων hier so viel wie »erwähnen«, »sagen« ist. – Uebertr. = leicht berühren, einen Gegenstand nur andeuten, ἐπὶ κεφαλαίων ψαύειν τῶν πράξεων Pol. 1, 13, 8, u. öfter, u. a. Sp.
-
17 μετ-αρδεύω
μετ-αρδεύω, bewässern, ὥςπερ ἐκ πηγῆς, Heraclid. alleg. 18.
-
18 λιβάς
λιβάς, άδος, ἡ (λείβω), das Tröpfelnde, Rinnende, Naß, der Quell, λιβάσιν ὑδρηλαῖς παρϑένου πηγῆς μέτα, Aesch. Pers. 605; vom Flusse, σὰν λιπὼν ἱερὰν λιβάδα, Soph. Phil. 1200; πιδακόεσσα λιβάς, Eur. Andr. 116 u. öfter, wie bei sp. D., λιβάδες κρηναῖαι, Antiphil. 39 (IX, 599). – Von Thränen, δακρύων λιβάδες, Eur. I. T. 1106. S. auch λίψ.
-
19 ἐμ-φράσσω
ἐμ-φράσσω, att. - φράττω, hineinstopfen; φύλλα εἰς τὰς ὀπάς Geop.; verstopfen, versperren, αἱ νῆες τὸ μεταξύ Thuc. 7, 34; τὰ πότιμα τῶν ὑδάτων, τοὺς πόρους τῆς πηγῆς, Pol. 5, 62, 4. 34, 9, 6; στόμα Dem. 19, 209; καὶ συγκλείειν Plat. Tim. 71 c; übertr., τὰς ὁδοὺς τῶν ἀδικημάτων Lycurg. 124; ταῖς αἰτίαις τὰς τιμωρίας Aesch. 3, 223; Sp.; überh. hindern, βοηϑείας D. Sic. 14, 56. Das med., Nic. Th. 79 Al. 191; = act., τί τινι, τὸ κεχηνός, Luc. Tim. 19.
-
20 ἱδρώς
ἱδρώς, ῶτος, ὁ, nach Schol. Il. 22, 2 bei Aeolern auch ἡ, vgl. Cram. An. Ox. 1 p. 208; dat. auch ἱδρῷ, Il. 17, 385, acc. ἱδρῶ, 11, 621. 22, 2; der Schweiß, Il. oft; κατὰ δ' ἱδρὼς ἔῤῥεεν ἐκ μελέων Od. 11, 599; ἱδρὼς ἀνῄει χρωτί Soph. Tr. 764; κάρα στάζων ἱδρῶτι Ai. 10; ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο Eur. Bacch. 620; μετὰ ἱδρῶτος ϑαυμαστοῦ ὅσου Plat. Rep. I, 350 d, öfter, auch im plur., Phaedr. 239 c; Sp., ῥεομένοις ἱδρῶτι τοῖς ἵπποις Plut. Coriol. 3; vgl. Luc. Catapl. 3. Auch bei Pflanzen, die ausschwitzende Feuchtigkeit, Harz, Gummi, ἐξεϑυμία σμύρνης ἱδρῶτα Eur. Ion 1173; im Räthsel nennt Antiphan. bei Ath. X, 449 c den Wein βρομιάδος ἱδρῶτα πηγῆς; Ion ib. 451 d ἰξός, δρυὸς ἱδρώς. – Anstrengung, Hom. u. A., z. B. ἱδρῶτα παρέχειν τινί Xen. Cyr. 2, 1, 29; μετὰ ἱδρῶτος, Ggstz ῥᾳδίως, Plat. Rep. II, 350 d. Auch das mit Schweiß u. Anstrengung Erworbene, wie unser "saurer Schweiß", Ar. Eccl. 750.
См. также в других словарях:
πηγῆς — πηγάζω spring fut ind act 2nd sg (doric) πηγή running water fem gen sg (attic epic ionic) πηγός well put together fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηγῇς — Πηγαί fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγῇς — πήσσω Aër. aor subj pass 2nd sg πηγάζω spring fut ind act 2nd sg (doric) πηγή running water fem dat pl (epic) πηγός well put together fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζωοδόχου Πηγής, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Μεσσηνίας, ΒΑ της Καλαμάτας, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Μεσσηνίας. Το καθολικό κτίσμα του 12ου ή των αρχών του 13ου αι. είναι εκκλησία σταυροειδής τετράστυλος με τρούλο. Από την παλιά αγιογράφηση έχουν… … Dictionary of Greek
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek
ηλεκτρεγερτική δύναμη — Χαρακτηριστικό μέγεθος (E) μιας ηλεκτρικής πηγής που ορίζεται ως η διαφορά δυναμικού V στους πόλους Α και Β της πηγής, όταν αυτή δεν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα (Ε = V, όταν I = 0). Μια ιδανική πηγή η.δ. διατηρεί σταθερή διαφορά δυναμικού… … Dictionary of Greek
καινοπηγής — καινοπηγής, ές (Α) ο πρόσφατα κατασκευασμένος, καινούργιος («ἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔθετον σάκος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πηγής (< πήγνυμι «δημιουργώ, κατασκευάζω»), πρβλ. ναυ πηγής, νεο πηγής] … Dictionary of Greek
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
μικρόφωνο — Ηλεκτρομηχανικό σύστημα ικανό να μετατρέπει τα ηχητικά κύματα που προσκρούουν πάνω σε αυτό, σε ηλεκτρικές ταλαντώσεις. Η λειτουργία του μ. βασίζεται ουσιαστικά στο ότι τα ηχητικά κύματα όταν προσκρούουν για παράδειγμα πάνω σ’ ένα έλασμα, αυτό… … Dictionary of Greek
νεοπηγής — νεοπηγής, ές (Α) 1. αυτός που κτίστηκε πριν από λίγο ή αυτός που κατασκευάστηκε πριν από λίγο 2. αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. ευ πηγής, καινο πηγής] … Dictionary of Greek
πόλος — ο, ΝΜΑ 1. καθένα από τα δύο άκρα τού νοητού άξονα γύρω από τον οποίο φαίνεται να στρέφεται η ουράνια σφαίρα ή τού άξονα περιστροφής τής Γης ή άλλων ουράνιων σωμάτων (α. «γεωγραφικοί πόλοι τής Γης» καθένα από τα δύο σημεία στα οποία ο στιγμιαίος… … Dictionary of Greek